ἀνοσίων

ἀνοσίων
ἀνόσιος
unholy
fem gen pl
ἀνόσιος
unholy
masc/neut gen pl
ἀνόσιος
unholy
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • непреподобьныи — (15) пр. Нечестивый, преступный: и си˫а руками сквьрньными и непрѣподобьными творѧхѹ (ἀνοσίοις) ΚΡ 1284, 379а; сборъ же ст҃ль непрѣ||по(д)бныхъ събравъ. и неч(с)тивоѥ своего безбожiѧ повелѣниѥ изложи до коньца Там же, 379б–в; прѣмѣни мѧ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • πρόσφαγμα — άγματος, τὸ, Α [προσφάζω] 1. σφάγιο που θυσιάζεται για χάρη άλλων («αἰτεῑ... Πολυξένην τύμβῳ φίλον πρόσφαγμα λαβεῑν», Ευρ.) 2. αίμα από σφάγιο («καί νιν εὑρήσειν δοκῶ πίνοντα τύμβου πλησίον προσφαγμάτων», Ευρ.) 3. το να θυσιάζει κανείς σε θεό, η… …   Dictionary of Greek

  • Φαρμακίδης, Θεόκλητος — (Νιμπεγλέρ, Θεσσαλία 1784 – Αθήνα 1860). Λόγιος κληρικός, πρωτοπόρος δημοσιογράφος και ο τελευταίος εκπρόσωπος της φιλελεύθερης πνευματικής παράδοσης του Κοραή. Τις στοιχειώδεις σπουδές στο χωριό του και στη Λάρισα συμπλήρωσε αργότερα στη Μεγάλη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”